- παράζυξ
- -υγος, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγεςοι υπεράριθμοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ζυξ (< θ. ζυγ- τού ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ-ζυξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράζυγας — πάραζυξ yoked beside masc acc pl παράζυξ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)